λεπτοσωμία

λεπτοσωμία
η [λεπτόσωμος]
ανθρωπολ. χαρακτηριστικό φυλών ή ατόμων με αδύνατο και μακρύ σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτόσωμος — η, ο (AM λεπτόσωμος, ον) αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών 2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία μσν. (για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”